- σιάδες
- σιάδες· θυσία παρὰ Λάκωσιν, Hsch. [full] σίαἱ· πτύσαι, Πάφιοι, Id.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιάδες — Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Λάκωνες) «θυσίαι» … Dictionary of Greek
Διονυσιάδες — Διονῡσιάδες , Διονυσιάς Bacchante fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παρνασιάδες — Παρνᾱσιάδες , Παρνάσιος lon fem nom/voc pl Παρνασιάς lon fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)